- κάβουρας
- I
Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους.1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων.2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με την οποία την ενώνουν αμμώδη αβαθή. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου του νομού Κυκλάδων.IIΕπώνυμο αγωνιστών του 1821.1. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Λεοντάρι. Πριν από την έκρηξη της Επανάστασης υπήρξε κλέφτης και το 1804 αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του, επειδή τον καταδίωκαν οι τουρκικές Αρχές. Πήγε τότε στα Επτάνησα, απ’ όπου γύρισε όταν άρχισε ο Αγώνας. Πολέμησε στο σώμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στις επιδρομές του Ιμπραήμ έδειξε μεγάλη γενναιότητα και ηρωισμό. Μετά την αποκατάσταση τιμήθηκε με το χαλκούν μετάλλιο.2. Αναγνώστης. Καταγόταν από τη Γορτυνία. Πολέμησε υπό τις διαταγές πολλών οπλαρχηγών στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στη Χίο. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στη 12η τετραρχία της Φάλαγγας με τον βαθμό του υπολοχαγού.3. Αντώνιος. Νεότερος αδελφός του προηγούμενου. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Μετά την ανάκτηση της δυτικής Στερεάς εγκαταστάθηκε στο Αιτωλικό. Ως εθελοντής της εθνοφρουράς συμμετείχε στην καταδίωξη των στασιαστών του 1836, κατά την οποία σκοτώθηκε έξω από το Αιτωλικό.4. Νικόλαος. Καταγόταν από τη Λεπενού. Πριν από την Επανάσταση υπήρξε αρματολός και μπουλουξής στο σώμα του Ανδρέα Ίσκου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα πολέμησε υπό τις διαταγές των Καραϊσκάκη και Τζαβέλα και διακρίθηκε στις μάχες του Πέτα, του Μακρυνόρους, της Άρτας κ.α. Τραυματίστηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου. Κατά την περίοδο της πολυαρχίας του 1832 σκοτώθηκε στα Μέγαρα.* * *ο1. κοινή ονομασία τού μικρού θαλάσσιου μαλακόστρακου καρκίνου2. μτφ. (για άνθρωπο) αργοκίνητος, νωθρός3. εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα4. φρ. «πάει σαν τον κάβουρα»α) είναι αργοκίνητοςβ) είναι άνθρωπος αχαΐρευτοςγ) (για ενέργειες και καταστάσεις) πάει στραβά, δεν προκόβει5. παροιμ. α) «τί 'ναι ο κάβουρας, τί 'ναι το ζουμί του» — για λίγα σε ποσότητα και ανεπαρκή πράγματα που δεν έχουν καμιά αξίαβ) «εδώ σέ θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα» — για ανθρώπους που αποτολμούν δύσκολη ενέργειαγ) «νά καβούρους, δος μου αλεύρι» — για αυτούς που επιχειρούν να ανταλλάξουν κάτι ευτελές με κάτι άλλο αξιόλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. μεγεθυντικό τού καβούρι* (πρβλ. ποντίκι: πόντικας)ή, κατ' άλλους, < αρχ. πάγουρος υπό την επίδραση τού τ. κάραβος «καραβίδα» ή απευθείας από το κάραβος με αντιμετάθεση].
Dictionary of Greek. 2013.